- κονικλοτρόφος
- ο, ηαυτός που εκτρέφει κουνέλια.[ΕΤΥΜΟΛ. < κόνικλος + -τρόφος (< τρέφω), πρβλ. ιππο-τρόφος, κτηνο-τρόφος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κονικλοτροφία — η [κονικλοτρόφος] κλάδος τής ζωοτεχνίας που ασχολείται με την εκτροφή και τον πολλαπλασιασμό τών κουνελιών … Dictionary of Greek
κονικλοτροφείο — το τόπος όπου εκτρέφονται κουνέλια, εγκαταστάσεις κονικλοτροφίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κονικλοτρόφος. Η λ., στον λόγιο τ. κονικλοτροφεῖον, μαρτυρείται από το 1866 στο περιοδικό σύγγραμμα Χρυσαλλίς] … Dictionary of Greek